- μεταλλούχος
- -οαυτός που εμπεριέχει μέταλλα, μεταλλοφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στην Κλειώ Ν. Παπαδούκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek